- καλυπτηρίζω
- κᾰλυπτ-ηρίζω,A cover with tiles, [dialect] Att. [tense] fut. -ιῶ, IG22.463.71:
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλυπτηρίζω — (Α) [καλυπτήρ] επιγρ. σκεπάζω, στεγάζω με κεραμίδια … Dictionary of Greek
καλυπτηριάζω — (Α) γλώσσα αντί τού καλυπτηρίζω* … Dictionary of Greek